Κτσαρίδας:

Κουτσός.

Του φλάει του πόδι ‘τ γλέπ’ς; μ φαίνιτι είνι κτσαρίδας.

Κλείδωσι τη πουόρτα μη μπεί κανιένας μιέσα κι μας κάνε νοικοκύρ’δες:

Εφιστώ την προσοχή, και παίρνω μέτρα προστασίας για τυχόν διάρρηξη ιδιοκτησίας.

 

-Τα άφκα τα λπτά απάν στού τραπιέζ.

– Κλείδουσι τη πουόρτα μη μπεί κανιένας μιέσα κι μας κάνι νοικουκύρ’δες, κι κρύφτα τα λπτά μη τα γλέπ ου ιένας κι ου άλλους.

Κριτσανίθρα:

Ο χόνδρος πού βρίσκεται στο κρέας.

Άμα φας τού κρέας νάμ μιτά την κριτσανίθρα.

Να πιαστείς απ’ την κρικέλα:

Να βρείς μια σταθερή θέση εργασίας. Συνήθως στο δημόσιο και πάντα με διαμεσολάβηση (μέσον).

Κοίτα να πείς κανιά κ’βέντα μπάκαι πιαστεί του πιδί απού κρικέλα κι έχ’ του κιφάλιτ’ ήσυχου απού δλειά.

Δε κάλιασι:

Δεν έτυχε, δεν ταίριαξε.

Δε κάλιασι να βρού τούν Μήτσου να τ’ πού να κανουνίς’ να φιέρ’ την κουμπίνα να θιρίσουμι τα στάρια.

Κουρέτζιλα:

Κουρέλια.

Άι τράβα κι ντύς να πάμι στην ικκλησία, απ’ μού σι ακόμα μι τα κουρέτζιλα!

Τούν νού’τ στούν κουρήτου τούν ιέχ’:

Ο νούς του είναι στο φαγητό. Κουρήτος είναι η ταΐστρα των ζώων, λαξευμένη σε κορμό δέντρου.

Μάζιψι τα πουδάρια’ς μπάκι κάν’ς κανιά δλειά, τούν νού’ς στούν κουρήτου τούν ιέχ’ς.

Δε καλοσκέρ’σα μια καταψιά:

Δεν δοκίμασα πρώτος μια μπουκιά φαί.

Ιγώ μαϊέρεψα κι δε καλοσκέρ’σα μια καταψιά φαί. Δεν άφ’καν τίπουτας τα λιμασμένα, σα να μη ματαξάειδαν φαί.

error: Content is protected !!